- λεχῶν
- λέχοςcouchneut gen pl (attic epic doric)λεχώwoman in childbedfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεχῶν — Λέχης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώνα — η (Α λεχώ, οῦς και λεκχώ) η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών τού λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. ἡ εἰκών τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ <… … Dictionary of Greek